συμπολιτευόμενος
[simboliteˈvomenos], συμπολιτευόμενη, συμπολιτευόμενοεπίθετο, ως επίθετο | Adjektiv adjOverview of all translations
(For more details, click/tap on the translation)
- regierungsfreundlichσυμπολιτευόμενοςσυμπολιτευόμενος
Thank you for your feedback!