συμπαραγωγή
[simbaraɣoˈji]θηλυκό | Femininum, weiblich fOverview of all translations
(For more details, click/tap on the translation)
- Gemeinschaftsproduktionθηλυκό | Femininum, weiblich fσυμπαραγωγήKoproduktionθηλυκό | Femininum, weiblich fσυμπαραγωγήσυμπαραγωγή