συμπίπτω
[simˈbipto]αμετάβατο ρήμα | intransitives Verb v/i <-νέπεσα>Overview of all translations
(For more details, click/tap on the translation)
- zusammenfallen, zusammentreffenσυμπίπτω χρονικάσυμπίπτω χρονικά
- sich überschneidenσυμπίπτω απόψειςσυμπίπτω απόψεις