„συμπέρασμα“: ουδέτερο συμπέρασμα [simˈberazma]ουδέτερο | Neutrum, sächlich n Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) Folgerung (Schluss-)Folgerungθηλυκό | Femininum, weiblich f συμπέρασμα συμπέρασμα