„συμπάσχω“: αμετάβατο ρήμα συμπάσχω [simˈbasxo]αμετάβατο ρήμα | intransitives Verb v/i Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) mitfühlen, Mitleid haben mitfühlen, Mitleid haben (με mit) συμπάσχω συμπάσχω