συμβιβαστικότητα
[simvivastiˈkotita]θηλυκό | Femininum, weiblich fOverview of all translations
(For more details, click/tap on the translation)
- Versöhnlichkeitθηλυκό | Femininum, weiblich fσυμβιβαστικότηταKompromissbereitschaftθηλυκό | Femininum, weiblich fσυμβιβαστικότητασυμβιβαστικότητα