συμβίωση
[simˈviosi]θηλυκό | Femininum, weiblich fOverview of all translations
(For more details, click/tap on the translation)
- Zusammenlebenουδέτερο | Neutrum, sächlich nσυμβίωσησυμβίωση
- Symbioseθηλυκό | Femininum, weiblich fσυμβίωση βιολογία | Biologieβιολσυμβίωση βιολογία | Biologieβιολ
examples
- συμβίωση χωρίς γάμο νομικός όρος | Rechtswesenνομeheähnliche Gemeinschaftθηλυκό | Femininum, weiblich f