συλλογισμός
[silojizˈmos]αρσενικό | Maskulinum, männlich mOverview of all translations
(For more details, click/tap on the translation)
- Überlegungθηλυκό | Femininum, weiblich fσυλλογισμός σκέψησυλλογισμός σκέψη
- Syllogismusαρσενικό | Maskulinum, männlich mσυλλογισμός φιλοσσυλλογισμός φιλοσ