συλλογισμένος
[silojizˈmenos], συλλογισμένη, συλλογισμένοεπίθετο, ως επίθετο | Adjektiv adjOverview of all translations
(For more details, click/tap on the translation)
- nachdenklich, bedachtsamσυλλογισμένοςσυλλογισμένος
Thank you for your feedback!