„συλλεγμένος“ συλλεγμένος [sileɣˈmenos], συλλεγμένη, συλλεγμένοεπίθετο, ως επίθετο | Adjektiv adj Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) aufgesammelt aufgesammelt συλλεγμένος συλλεγμένος