„συλλαβόγριφος“: αρσενικό συλλαβόγριφος [silaˈvoɣrifos]αρσενικό | Maskulinum, männlich m Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) Silbenrätsel Silbenrätselουδέτερο | Neutrum, sächlich n συλλαβόγριφος συλλαβόγριφος