συλλαβισμός
[silavizˈmos]αρσενικό | Maskulinum, männlich mOverview of all translations
(For more details, click/tap on the translation)
- Buchstabierenουδέτερο | Neutrum, sächlich nσυλλαβισμόςσυλλαβισμός
- Silbentrennungθηλυκό | Femininum, weiblich fσυλλαβισμός κατάτμηση λέξηςσυλλαβισμός κατάτμηση λέξης