„συλλαβή“: θηλυκό συλλαβή [silaˈvi]θηλυκό | Femininum, weiblich f Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) Silbe Silbeθηλυκό | Femininum, weiblich f συλλαβή γραμματική | Grammatikγραμμ συλλαβή γραμματική | Grammatikγραμμ