συλλέκτης
[siˈlektis]αρσενικό | Maskulinum, männlich mOverview of all translations
(For more details, click/tap on the translation)
- Sammlerαρσενικό | Maskulinum, männlich mσυλλέκτηςσυλλέκτης
- Kollektorαρσενικό | Maskulinum, männlich mσυλλέκτης ηλεκτρολογία | Elektrizität, Elektrotechnikηλεκτρσυλλέκτης ηλεκτρολογία | Elektrizität, Elektrotechnikηλεκτρ
examples
- συλλέκτης αντικώνAntiquitätensammlerαρσενικό | Maskulinum, männlich m
- συλλέκτης μανιταριώνPilzsammlerαρσενικό | Maskulinum, männlich m