„συκοφαντώ“: μεταβατικό ρήμα συκοφαντώ [sikofanˈdo]μεταβατικό ρήμα | transitives Verb v/t <-είς; -ησα; -ήθηκα; -ημένος> Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) verleumden verleumden συκοφαντώ συκοφαντώ