„συκοφαντία“: θηλυκό συκοφαντία [sikofanˈdia]θηλυκό | Femininum, weiblich f Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) Verleumdung Verleumdungθηλυκό | Femininum, weiblich f συκοφαντία συκοφαντία