„συγύρισμα“: ουδέτερο συγύρισμα [siˈjirizma]ουδέτερο | Neutrum, sächlich n Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) Aufräumen Aufräumenουδέτερο | Neutrum, sächlich n συγύρισμα συγύρισμα