„συγχέω“: μεταβατικό ρήμα συγχέω [siŋˈçeo]μεταβατικό ρήμα | transitives Verb v/t <-χυσα; -κεχυμένος> Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) verwechseln, durcheinanderbringen verwechseln, durcheinanderbringen συγχέω συγχέω