συγκόλληση
[siŋˈgolisi]θηλυκό | Femininum, weiblich fOverview of all translations
(For more details, click/tap on the translation)
- Zusammenklebenουδέτερο | Neutrum, sächlich nσυγκόλληση με κόλλασυγκόλληση με κόλλα
- Schweißungθηλυκό | Femininum, weiblich fσυγκόλληση μετάλλουσυγκόλληση μετάλλου
- Lötungθηλυκό | Femininum, weiblich fσυγκόλληση συρμάτωνσυγκόλληση συρμάτων
- Verwachsungθηλυκό | Femininum, weiblich fσυγκόλληση ιατρική | Medizinιατρσυγκόλληση ιατρική | Medizinιατρ