„συγκρατούμενος“: αρσενικό συγκρατούμενος [siŋgraˈtumenos]αρσενικό | Maskulinum, männlich m Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) Mitgefangene Mitgefangene(r)αρσενικό και θηλυκό | Maskulinum und Femininum m/f συγκρατούμενος συγκρατούμενος