„συγκρίνω“: μεταβατικό ρήμα συγκρίνω [siŋˈgrino]μεταβατικό ρήμα | transitives Verb v/t <-να; -θηκα> Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) vergleichen vergleichen (με mit) συγκρίνω συγκρίνω