„συγκλονισμός“: αρσενικό συγκλονισμός [siŋglonizˈmos]αρσενικό | Maskulinum, männlich m Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) Betroffenheit Betroffenheitθηλυκό | Femininum, weiblich f συγκλονισμός συγκλονισμός