συγκινησιακός
[siŋgjinisiaˈkos], συγκινησιακή, συγκινησιακόεπίθετο, ως επίθετο | Adjektiv adjOverview of all translations
(For more details, click/tap on the translation)
- emotionalσυγκινησιακός ψυχολογία | Psychologieψυχολσυγκινησιακός ψυχολογία | Psychologieψυχολ