συγκεχυμένος
[siŋgjeçiˈmenos], συγκεχυμένη, συγκεχυμένοεπίθετο, ως επίθετο | Adjektiv adjOverview of all translations
(For more details, click/tap on the translation)
- verworren, verschwommenσυγκεχυμένοςσυγκεχυμένος
Thank you for your feedback!