„συγκεκριμενοποιώ“: μεταβατικό ρήμα συγκεκριμενοποιώ [siŋgjekrimenopiˈo]μεταβατικό ρήμα | transitives Verb v/t Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) konkretisieren konkretisieren συγκεκριμενοποιώ συγκεκριμενοποιώ