„συγκείμενο“: ουδέτερο συγκείμενο [siŋˈgjimeno]ουδέτερο | Neutrum, sächlich n Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) Kontext Kontextαρσενικό | Maskulinum, männlich m συγκείμενο συγκείμενο