„συγκατηγορούμενος“: αρσενικό συγκατηγορούμενος [siŋgatiɣoˈrumenos]αρσενικό | Maskulinum, männlich m Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) Mitangeklagte Mitangeklagte(r)αρσενικό και θηλυκό | Maskulinum und Femininum m/f συγκατηγορούμενος συγκατηγορούμενος