„συγκαλώ“: μεταβατικό ρήμα συγκαλώ [siŋgaˈlo]μεταβατικό ρήμα | transitives Verb v/t Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) einberufen einberufen συγκαλώ κοινοβούλιο, συνάντηση συγκαλώ κοινοβούλιο, συνάντηση