„συγκαλύπτω“: μεταβατικό ρήμα συγκαλύπτω [siŋgaˈlipto]μεταβατικό ρήμα | transitives Verb v/t Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) verschleiern, verhüllen verschleiern, verhüllen συγκαλύπτω συγκαλύπτω