συγκίνηση
[siŋˈgjinisi]θηλυκό | Femininum, weiblich fOverview of all translations
(For more details, click/tap on the translation)
- Ergriffenheitθηλυκό | Femininum, weiblich fσυγκίνησηRührungθηλυκό | Femininum, weiblich fσυγκίνησηRegungθηλυκό | Femininum, weiblich fσυγκίνησησυγκίνηση
- Emotionθηλυκό | Femininum, weiblich fσυγκίνηση ψυχολογία | Psychologieψυχολσυγκίνηση ψυχολογία | Psychologieψυχολ