στόμιο
[ˈstomio]ουδέτερο | Neutrum, sächlich nOverview of all translations
(For more details, click/tap on the translation)
- Öffnungθηλυκό | Femininum, weiblich fστόμιοστόμιο
examples
- στόμιο πλήρωσης αυτοκίνητο | AutoαυτοκEinfüllstutzenαρσενικό | Maskulinum, männlich mTankstutzenαρσενικό | Maskulinum, männlich m
- στόμιο υδροληψίαςHydrantαρσενικό | Maskulinum, männlich m