„στυγερότητα“: θηλυκό στυγερότητα [stijeˈrotita]θηλυκό | Femininum, weiblich f Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) Abscheulichkeit Abscheulichkeitθηλυκό | Femininum, weiblich f στυγερότητα στυγερότητα