„στρόβιλος“: αρσενικό στρόβιλος [ˈstrovilos]αρσενικό | Maskulinum, männlich m Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) Turbine, Wirbel, Strudel Turbineθηλυκό | Femininum, weiblich f στρόβιλος τεχνική | Technikτεχν στρόβιλος τεχνική | Technikτεχν Wirbelαρσενικό | Maskulinum, männlich m στρόβιλος αέρα, νερού στρόβιλος αέρα, νερού Strudelαρσενικό | Maskulinum, männlich m στρόβιλος νερού στρόβιλος νερού