„στρυχνίνη“: θηλυκό στρυχνίνη [strixˈnini]θηλυκό | Femininum, weiblich f Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) Strychnin Strychninουδέτερο | Neutrum, sächlich n στρυχνίνη στρυχνίνη