„στρυφνότητα“: θηλυκό στρυφνότητα [strifˈnotita]θηλυκό | Femininum, weiblich f Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) Barschheit Barschheitθηλυκό | Femininum, weiblich f στρυφνότητα στρυφνότητα