„στρουμπουλός“ στρουμπουλός [strumbuˈlos], στρουμπουλή, στρουμπουλόεπίθετο, ως επίθετο | Adjektiv adj Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) mollig, pummelig mollig, pummelig στρουμπουλός παχουλός στρουμπουλός παχουλός