„στρογγύλεμα“: ουδέτερο στρογγύλεμα [stroŋˈgjilema]ουδέτερο | Neutrum, sächlich n Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) Abrundung Abrundungθηλυκό | Femininum, weiblich f στρογγύλεμα στρογγύλεμα