„στριμώχνομαι“: μεσοπαθητικό ρήμα στριμώχνομαι [striˈmoxnome]μεσοπαθητικό ρήμα | mediopassives Verb v/mp Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) sich durchdrängeln sich durchdrängeln στριμώχνομαι στριμώχνομαι examples στριμώχνομαι σε/μέσα από κάτι sich in/durch etwas zwängen στριμώχνομαι σε/μέσα από κάτι