„στριγγλίζω“: αμετάβατο ρήμα στριγγλίζω [striŋˈglizo]αμετάβατο ρήμα | intransitives Verb v/i <-σα> Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) kreischen kreischen στριγγλίζω στριγγλίζω