„στρεσάρομαι“: μεσοπαθητικό ρήμα στρεσάρομαι [streˈsarome]μεσοπαθητικό ρήμα | mediopassives Verb v/mp Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) sich stressen sich stressen στρεσάρομαι στρεσάρομαι