στρατηγική
[stratijiˈkji]θηλυκό | Femininum, weiblich fOverview of all translations
(For more details, click/tap on the translation)
- Strategieθηλυκό | Femininum, weiblich fστρατηγικήστρατηγική
examples
- στρατηγική ασφαλείαςSicherheitsstrategieθηλυκό | Femininum, weiblich f
- στρατηγική επιτυχίαςErfolgsstrategieθηλυκό | Femininum, weiblich f
- στρατηγική πωλήσεωνAbsatzstrategieθηλυκό | Femininum, weiblich f