„στρατήγημα“: ουδέτερο στρατήγημα [straˈtijima]ουδέτερο | Neutrum, sächlich nκαι | und κ. μεταφορικά | in übertragenem Sinnμτφ Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) Schachzug Schachzugαρσενικό | Maskulinum, männlich m στρατήγημα στρατήγημα