„στραπάτσο“: ουδέτερο στραπάτσο [straˈpatso]ουδέτερο | Neutrum, sächlich n οικείο | umgangssprachlichοικ Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) Strapaze Strapazeθηλυκό | Femininum, weiblich f στραπάτσο στραπάτσο