„στραβοτιμονιά“: θηλυκό στραβοτιμονιά [stravotimoˈɲa]θηλυκό | Femininum, weiblich f Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) Schlenker Schlenkerαρσενικό | Maskulinum, männlich m στραβοτιμονιά στραβοτιμονιά