„στραβοπόδαρος“ στραβοπόδαρος [stravoˈpoðaros], στραβοπόδαρη, στραβοπόδαροεπίθετο, ως επίθετο | Adjektiv adj Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) x-beinig x-beinig στραβοπόδαρος στραβοπόδαρος