„στράγγισμα“: ουδέτερο στράγγισμα [ˈstraŋgjizma]ουδέτερο | Neutrum, sächlich n Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) Abtropfen Abtropfenουδέτερο | Neutrum, sächlich n στράγγισμα στράγγισμα