„στοχαστικός“ στοχαστικός [stoxastiˈkos], στοχαστική, στοχαστικόεπίθετο, ως επίθετο | Adjektiv adj Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) bedächtig, meditativ bedächtig, meditativ στοχαστικός στοχαστικός