„στοχασμός“: αρσενικό στοχασμός [stoxazˈmos]αρσενικό | Maskulinum, männlich m Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) Besinnung, Einkehr Besinnungθηλυκό | Femininum, weiblich f στοχασμός Einkehrθηλυκό | Femininum, weiblich f στοχασμός στοχασμός