στουμπίζω
[stumˈbizo]μεταβατικό ρήμα | transitives Verb v/t <-σα; -στηκα; -σμένος>Overview of all translations
(For more details, click/tap on the translation)
- zerstoßenστουμπίζωστουμπίζω
- verprügelnστουμπίζω μεταφορικά | in übertragenem Sinnμτφ οικείο | umgangssprachlichοικστουμπίζω μεταφορικά | in übertragenem Sinnμτφ οικείο | umgangssprachlichοικ