„Στοκχόλμη“: θηλυκό Στοκχόλμη [stokˈxolmi]θηλυκό | Femininum, weiblich f Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) Stockholm Stockholmουδέτερο | Neutrum, sächlich n Στοκχόλμη Στοκχόλμη